- κατανοτιζω
- κατανοτίζωκατα-νοτίζω(о слезах) увлажнять, орошать
(βλέφαρόν τινος Eur. - in tmesi)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(βλέφαρόν τινος Eur. - in tmesi)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
κατανοτίζω — (Α κατανοτίζω) υγραίνω πολύ (α. «κατανότισαν όλοι οι τοίχοι τού σπιτιού» β. «κατὰ δὲ γόος ἅμα χαρᾷ τὸ σὸν νοτίζει βλέφαρον», Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + νοτίζω «υγραίνω»] … Dictionary of Greek